Άρθρο του Μάκη Βορίδη, που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 8ης Ιανουαρίου 2011 της εφημερίδας «Δημοκρατία».
Ξεκινώντας από την παρατήρηση ότι το μείζον πολιτικό ζήτημα σήμερα δεν είναι η εκλογική απήχηση του Α ή του Β κόμματος, η δημοφιλία του Α ή του Β πολιτικού, ούτε, πολλώ δε μάλλον, η μεταγραφική παραπολιτική φιλολογία, αλλά αντιθέτως η προσπάθεια να διαμορφωθεί μία πολιτική θέση, η οποία θα περιέχει στοιχεία που θα αφορούν την κοινωνία, η οποία θα ενθουσιάσει, θα πείσει, θα κινητοποιήσει τους πολίτες, η οποία θα αντιστρέψει το κλίμα της κατήφειας, της μελαγχολίας, της οργής, της απαισιοδοξίας και θα στρέψει τους Έλληνες προς μία μεγάλη εθνική προσπάθεια διαρκείας, στο τέλος της οποίας όλοι θα είναι περήφανοι για το επίτευγμά τους, χρειάζεται μία πρώτη στοιχειώδης προσέγγιση των στοιχείων που θα έπρεπε να περιλαμβάνει μία τέτοια πρόταση.
Το πρώτο και κύριο είναι η αναφορά στο συνολικό και όχι στο μερικό. Μία τέτοια πρόταση οφείλει να διευκρινίζει ποιους αφορά, σε ποιους απευθύνεται, να καθορίζει με τη μέγιστη δυνατή ευκρίνεια τη συλλογικότητα. Και τούτο διότι σε στιγμές κρίσης το συλλογικό υποκείμενο, το «εμείς», όχι μόνο δεν είναι σαφές, αλλά είναι επικίνδυνα αντιφατικό. Σε στιγμές κρίσης, όταν δύσκολες επιλογές πρέπει να γίνουν, όταν τα εισοδήματα των πολιτών πλήττονται, μπορεί να ξεσπάσει ένας άγριος ταξικός πόλεμος, χωρίς καν τα στοιχεία μίας ενσυνείδητης ταξικής σύγκρουσης, αλλά αντιθέτως με σκληρά, συντεχνιακά χαρακτηριστικά: οι ιδιωτικοί υπάλληλοι εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων, οι δημόσιοι υπάλληλοι εναντίον των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ, οι μικροί και οι μεσαίοι επιχειρηματίες εναντίον των ιδιωτικών υπαλλήλων, οι ελεύθεροι επαγγελματίες εναντίον των συνταξιούχων κ.ο.κ. Η κάθε επαγγελματική κατηγορία, ακόμη και το κάθε μισθολογικό επίπεδο, θα μάχεται να χάσει όσο το δυνατόν λιγότερα, υποδεικνύοντας εμμέσως ή και αμέσως μία άλλη κοινωνική ομάδα για να «πληρώσει την νύφη».
Σε μία στιγμή που η μόνη δυνατότητα για να υπερβούμε την κρίση είναι η συλλογική στράτευση στο ιδανικό της οικοδομήσεως της Νέας Πολιτείας, μία τέτοια εξέλιξη θα είναι καταστροφική. Κανείς δεν θα γλιτώσει και -το χειρότερο- η Ελλάδα θα υποστεί μία ανυπολόγιστη καταστροφή, από την οποία θα συνέλθει σε χρόνο και με τρόπο που δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν.
Όμως η ορθολογική επίκληση της ανάγκης για συλλογική δράση δεν αρκεί σε μία πληττόμενη κοινωνία. Και τούτο γιατί αυτή η αναφορά στη συλλογικότητα θέτει έναν στόχο μελλοντικό και αβέβαιο, ενώ οι συνέπειες που υφίσταται ο καθένας ατομικά ή κάθε κοινωνική κατηγορία είναι άμεσες, βέβαιες και παρούσες. Σε αυτήν την κρίση πρέπει οι πολιτικοί να αποφασίσουν ποιοι θέλουν να κινητοποιηθούν και υπέρ ποίων τελικά θα αποβεί η προσπάθεια. Λέει η Αριστερά: οι εργαζόμενοι θα την πληρώσουν, άρα να μη δεχτούν τίποτε και να αντισταθούν, αναπαράγοντας έτσι τον κλασικό, ταξικό, διχαστικό της λόγο. Λέει μία ορισμένη Δεξιά, αλλά και ένα τμήμα της διαχειριστικής, ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας: προς Θεού να μη διακυβευτεί το ευρωπαϊκό εγχείρημα και αναβιώσουν οι εθνικισμοί, προς Θεού να μην ακουστεί η λέξη «προστασία», διακυβεύεται το ευρωπαϊκό μας κεκτημένο. Πρέπει όμως να αποφασίσουν ως τι θέλουν να μιλάνε. Θέλουν να μιλάνε ως εκπρόσωποι των τάξεων; Θέλουν να μιλάνε ως εκπρόσωποι της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας ή έστω ως Ευρωπαίοι; Ή θέλουν να μιλάνε ως Έλληνες;
Θα απαντούσε κανείς, δεν μπορούν να συντρέχουν σε ένα πρόσωπο όλες αυτές οι ιδιότητες; Να είναι και δημόσιος υπάλληλος και Έλληνας και Ευρωπαίος; Αυτό είναι αληθές, όπως αληθές είναι στο ίδιο πρόσωπο να συντρέχουν και άλλες ακόμα: να είναι Παναθηναϊκός, τρίτεκνος και νιτσεϊκός. Πλην όμως το ενδιαφέρον για τη διαπραγμάτευσή μας είναι η πολιτική επιλογή των όρων της συλλογικής αναφοράς. Με δύο λόγια, το ερώτημα είναι στην παρούσα κρίση η λύση είναι ταξική, εθνική ή ευρωπαϊκή; Και η απάντηση είναι ότι καμία ταξική προσέγγιση, αλλά και καμία υπερεθνική αναφορά δεν μας αφορά ως Έλληνες, ως εθνικό σύνολο.
Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κοινωνικές παράμετροι που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν, ούτε ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν έχει διεθνείς διαστάσεις. Όμως οι κοινωνικές παράμετροι θα εξισορροπηθούν μόνο με σταθμίσεις εθνικής ωφέλειας και η διεθνής παράμετρος θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσα από την εθνική σκοπιά, από τη σκοπιά της υπερασπίσεως του εθνικού κράτους και της εθνικής κοινωνίας και όχι μέσα από τη σκοπιά του πρωταθλητισμού του ευρωπαϊκού ιδεώδους. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, ο όποιος Έλληνας πρωθυπουργός, στην Ευρώπη εκπροσωπεί το Ελληνικό Έθνος, γιατί από τους Έλληνες έλαβε εντολή και όχι από τους ευρωπαϊκούς λαούς, τους Ευρωπαίους πολίτες ή οτιδήποτε σχετικό.
Μόνο λοιπόν η αναφορά στην ταυτότητά μας, στην ιστορία μας, στις κοινές μας περιπέτειες, στη γλώσσα μας, η αναφορά δηλαδή σε όσα μας ενώνουν, η έμφαση σε αυτά, η αφύπνιση της συνειδήσεώς μας μπορούν να αποτελέσουν την κοινή βάση μας για υπέρβαση της κρίσης. Αλλιώς το έλλειμμα, το χρέος, η ανταγωνιστικότητα, η ανάπτυξη, το παραγωγικό πρότυπο, το κόστος δανεισμού και η αύξηση των επιτοκίων θα παραμείνουν πρόβλημα των κ.κ. Παπακωνσταντίνου, Σαχινίδη και Κουσελά, που το διαχειρίζονται ως λογιστές και όχι ως πολιτικοί, οπότε και θα αποτύχουν.
Η επίκληση όμως της εθνικής συλλογικότητας ως προαπαιτούμενο οικοδόμησης της κοινωνικής κινητοποίησης για την αντιμετώπιση της κρίσης δεν λειτουργεί αυτόματα. Προϋποθέτει αξιοπιστία, προϋποθέτει πολιτικούς που δεν ανακαλύπτουν τον πατριωτισμό όταν «τα βρίσκουν σκούρα», αλλά τον δαιμονοποιούν όταν θέλουν να πραγματώσουν τα ιδεολογήματά τους.
Άρα η εθνική κινητοποίηση όχι μόνο δεν είναι εφικτή, αλλά απολύτως απαραίτητη. Μπορεί όμως να πραγματοποιηθεί με μία conditio sine qua non (θεμελιώδη προϋποθέση): με ένα άλλο πολιτικό σύστημα και με άλλους πολιτικούς όρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου